αερόλουτρο

αερόλουτρο
το Ιατρ.
η έκθεση τού σώματος στην επίδραση τού εξωτερικού αέρα, χωρίς την άμεση επίδραση τής ηλιακής ακτινοβολίας, ενδεχομένως σε συνδυασμό με αναπνευστικές και σωματικές ασκήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. air bath].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αερόλουτρο — το έκθεση του σώματος γυμνού στον ήλιο και τον αέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”